πίσο

πίσο
το / πίσον, ΝΑ
είδος φυτού που, σύμφωνα με τη σημερινή επιστημονική ταξινόμηση, αποτελεί μικρό αλλά σημαντικότατο γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών το οποίο ανήκει στην οικογένεια φαβίδες και περιλαμβάνει το είδος Pisum sativum, μια πολύπλοκη ομάδα φυτών κν. γνωστών σήμερα με την ονομασία μπιζέλι, και το είδος Pisum fulvum, ιθαγενές τής περιοχής τής Μεσογείου, ετήσιο ποώδες φυτό με κίτρινα ή πορτοκαλόχρωμα άνθη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Σπανιότερος τ. τού πίσος*].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • Ολυμπιάδα — Ονομασία τεσσάρων οικισμών. 1. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 670 μ.) στην πρώην επαρχία Εορδαίας του νομού Κοζάνης. 2. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 550 μ.) στην επαρχία Ελασσόνας του νομού Λαρίσης. 3. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 50 μ.) του νομού Ηλείας. 4.… …   Dictionary of Greek

  • Πίσα — Αρχαία πόλη κοντά στο ιερό της Ολυμπίας, από την οποία η περιοχή ονομάστηκε Πασάτις χώρα. Ως ιδρυτής της αναφέρεται ο Πίσος, εγγονός του θεού των ανέμων Αίολου. Η θέση της πόλης με το ένδοξο μυκηναϊκό παρελθόν (βασιλιάς της ήταν ο Οινόμαος) δεν… …   Dictionary of Greek

  • μπιζέλι — Ποώδες φυτό, ετήσιο, της οικογένειας των λεγκουμινιδών ή χεδρωπών (δικοτυλήδονα), που, κατάγεται από την Ασία. Η επιστημονική ονομασία του είναι πίσο το εδώδιμο. Η καλλιέργειά του συνεχίζεται από την αρχαιότητα και είναι πολύ διαδεδομένη. Το μ.… …   Dictionary of Greek

  • μπιζελιά — η [μπιζέλι] το φυτό πίσο το ήμερο …   Dictionary of Greek

  • πίσος — (I) και πισός, ὁ, Α το φυτό πίσο. [ΕΤΥΜΟΛ. Δάνεια λ. (πρβλ. λατ. pisum]. (II) ίσεος, τὸ, Α (επικ. τ.) (μόνο στον πληθ.) τὰ πίσεα κάθυγροι τόποι, τόποι ελώδεις και κατάφυτοι, λιβάδια («αἵ τ ἄλσεα καλά νέμονται... καὶ πίσεα ποιήεντα», Ομ. Ιλ.).… …   Dictionary of Greek

  • μπιζέλι — το (λ. ιταλ.), ο καρπός της μπιζελιάς (Πίσο το εδώδιμο ή το ήμερο) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μπιζελιά — η (λ. ιταλ.), το ποώδες φυτό Πίσο το εδώδιμο ή το ήμερο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”